- λυγγούριον
- λυγγούριονamberneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λυγγούριον — και λυγκούριον και λιγγούριον και λιγκούριον και λογγούριον, τὸ (Α) 1. πολύτιμος λίθος, είδος εξαιρετικού, σκληρότατου και στερεότατου ηλέκτρου, που, κατά τον Διοσκουρίδη, προέρχεται από αποκρυσταλλωμένα ούρα τού ζώου λυγξ και διακρίνεται ανάλογα … Dictionary of Greek
λυγγούρια — λυγγούριον amber neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιγγούριον — λιγγούριον, τὸ (Α) βλ. λυγγούριον … Dictionary of Greek
λιγκούριον — λιγκούριον, τὸ (Α) βλ. λυγγούριον … Dictionary of Greek
λογκούριον — λογκούριον, τὸ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ὕαλος». [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού λυγκούριον και λυγγούριον* (πρβλ. λογούριον)] … Dictionary of Greek
λογούριον — (Α) (κατά τον Ησύχ.) (στους Λάκωνες) «ὕελος». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. λυγγούριον] … Dictionary of Greek
λυγκούριον — λυγκούριον, τὸ (Α) βλ. λυγγούριον … Dictionary of Greek
λύγκας — (Lynx). Γένος αιλουροειδών θηλαστικών της τάξης των σαρκοφάγων. Τα ζώα αυτά έχουν στρογγυλό κεφάλι με μακριά αφτιά, που απολήγουν σε αιχμή, και μια χαρακτηριστική τριχωτή τούφα στην κορυφή. Το σώμα τους είναι λεπτό και ρωμαλέο, καταλήγοντας σε… … Dictionary of Greek
χαννιαίος — ὁ, Α είδος πολύτιμου λίθου, πιθανώς το λυγγούριον* ή ο τουρμαλίνης. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάννη «είδος ψαριού» + κατάλ. ιαῖος*] … Dictionary of Greek